- διαγκωνισμός
- διαγκωνισμόςjostling with the elbowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαγκωνισμός — ο (Α διαγκωνισμός) [διαγκωνίζομαι] νεοελλ. το να σπρώχνει κανείς με τους αγκώνες για ν ανοίξει δρόμο αρχ. το να στηρίζεται κανείς στους αγκώνες του … Dictionary of Greek
σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… … Dictionary of Greek